διήκονος

διήκονος
διάκονος
servant
masc nom sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • ken-4 —     ken 4     English meaning: to strain, strive     Deutsche Übersetzung: ‘sich mũhen, eifrig streben, sich sputen”     Material: Gk. κονεῖν ἐπείγεσθαι, ἐνεργεῖν, κόνει σπεῦδε, τρέχε, κοναρώτερον δραστικώτερον Hes., κονηταί θεράποντες, ἀγκόνους …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”